- στολισμός
- στολισμόςequippingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στολισμός — Καλλωπισμός, στόλισμα, χρήση κοσμημάτων και στολιδιών. Ο σ. του σώματος έχει τις ρίζες του στα πανάρχαια χρόνια. Οι άνθρωποι τότε συνήθιζαν v’ αλείφουν το σώμα τους με ώχρα, καρβουνόσκονη, ασβέστη, και φυτικά χρώματα, όπως κάνουν και τώρα όσες… … Dictionary of Greek
στολισμός — ο 1. διακόσμηση. 2. στολίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στολισμοῖς — στολισμός equipping masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολισμοί — στολισμός equipping masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολισμοῦ — στολισμός equipping masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολισμούς — στολισμός equipping masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολισμέ — στολισμός equipping masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολισμῶν — στολισμός equipping masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολισμῷ — στολισμός equipping masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολισμόν — στολισμός equipping masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)